...Λοιμοκαθαρτήριο, Σύρος
…στο Θεόφιλο Καϊρη.
Η αντηλιά της άσβεστου
λοβοτομή, τυφλώνει…
Οι εμμονές επίμονες,
του νου επιδημίες,
καρφώνονται στου δικαστή,
στου πλήθους το κεφάλι.
Μη νόμισες πως γίνεται
όλα να τα ‘ξαλείφει;
κι έτσι απλά με ράντισμα
και με ταφή περνά;
Τι κι αν κομμάτια σκόρπισαν,
ραντίσματα μ’ασβέστη,
σκάμα βαθύ αν άνοιξαν
με ελπίδα να χαθεί;
Εις μάτην εποντάρισαν
να ‘ρθει να κάτσει η λήθη,
χωρίς αιδώ μικρόνοες
εκτέλεσαν ποινή.
Μα ‘κεινος δεν επέθανε
δε χώθηκε στο σκότος
κι ακόμα ΄κει εκκάθεται
άσβεστος και διαρκής.
Την αντηλιά συνήθισα
τ’ ολόλευκου ασβέστη
και μου θυμίζει τις κραυγές
που τάφηκαν μαζί.
Λοιμοκαθαρτήριο, Λαζαρέτα, Σύρος,
Κ.Κ. 06 Φεβρουαρίου 2019
Στο καφενείο…
Το βράδυ που μας πέρασε συναντήθηκαν
στο καφενείο της ψυχής μου
ο Θεόφιλος, ο Παντελής, η Λουκρητία, ο Βαγγέλης και ο Θόδωρος.
Εγώ απλά σέρβιρα και άκουγα τους διαλόγους τους.
Το βράδυ που μας πέρασε έγινα πλουσιότερος άνθρωπος.
ΚΚ, 07-03-2019
Ωραίοι και αυτόματοι, έτσι απέναντι στις λέξεις διαδραματίζονται οι σκέψεις και σηκώνουν πανοπλίες διάφανες
και διαπερατές τόσο, ίσα να μπαίνει η πύρινη γλώσσα της φλόγας κι ο καπνός της φωτιάς.
Άστα να φεύγουν, να ταξιδεύουν, να βοηθούν και να συντροφεύουν, να διδάσκουν το κόμπο
και να επιβάλλουν αποχαιρετισμούς σε συναισθήματα που ποτέ δεν χάνονται ακόμα και αν ταξιδέψουν μακριά.
Επαναδρομολόγηση της καθημερινής ψυχορραγίας
Θα φτιάξω μια χάρτινη πανοπλία…
Μελανοποίκιλτη!
Με λέξεις σε κάθε σπιθαμή…
Να θαμπώνουν και ν’ αποκαλύπτουν συνάμα τα ξεκάθαρα.
Ν’ αλλάζουν νόημα, ανάλογα με το διάβα του ματιού …
Ν’ αλλάζουν νόημα ανάλογα με τον «αντίπαλο».
Να ‘χουν προβλέψει κάθε πιθανό χτύπημα.
Να μ’ έχουν ματώσει εντός μου, προτού με βρει το πλήγμα έξωθεν.
Να θες να τις ψηλαφίσεις και να τις ξεγυμνώσεις μία προς μία,
χωρίς να μπορείς να μ’ αγγίξεις…
άλλωστε με πήραν μαζί τους εκείνες, όταν έφευγαν από μένα.
Να έχουν ποτιστεί από κάθε είδους συναίσθημα
και να μου αφαιρούν κάθε δυνατότητα αίσθησης.
Θα φτιάξω μια χάρτινη πανοπλία…
Ψυχοποίκιλτη!
Μα κούφια…
Άδειο κουφάρι.
Το «Εγώ» μου πλέον εγχάρακτο πάνω της και μέσα της απόν.
Κι όμως θα στέκει αγέρωχη…
Τρόμος και θαυμασμός στα μάτια, όποιου σταθεί απέναντι.
Να θέλει να τη πορθήσει.
Να με ξεγυμνώσει από εκείνη.
Να τη κάνει δική του.
Να ψάχνει σημείο τρωτό, για να με αποκαλύψει πεσούσα…
μετά τη συντριβή μου.
Ματαιότητα!
Με αποκάλυψαν ήδη οι λέξεις,
που δεν ήξερε, πώς να διαβάσει
κι όμως διακαής πόθος η κατοχή τους.
Κι όμως κάποτε τον αναζήτησαν… έναρθρες…
…τίποτα δεν άκουσε!
Θα φτιάξω μια πανοπλία …
όχι για άμυνα!
Και σίγουρα ούτε για επίθεση!
Τα χέρια μου κρεμασμένα…
Παραδομένα!
Θα φτιάξω μια πανοπλία εύθραυστη…
Να παραδοθεί στον καιρό.
Να τρομάξει από τη μοναξιά της.
Άψυχη κούκλα.
Σκιάχτρο!
Μια πανοπλία γυμνή.
Ντυμένη μ’ εμένα…
την ώρα της οπισθοχώρησης…
Θα φτιάξω μια πανοπλία για να προστατευθείτε από εμένα,
αφήνοντας με έξω από τον κόσμο σας! […]
Κική Γκόβαρη , “Δονκιχωτισμός σε οπισθοχώρηση”.
Φωτογραφία: Stratakis Dimitris – Dimitris the Athens.
Σχέδιο: Konstantinos Katagas , Μολύβι και Μελάνι σε Fabriano χαρτί, 20Χ30 εκατ.
το νου σας…
Δρόμοι / πορείες
γκρεμίσματα / πολέμου σκηνές
στριγκλιές / σύγχυση πάλης
νίκες / ψευτιές
φωτιές / στις τρύπες όλοι.
Επανασύνθεση / μέλας
ναζίστας / θεριεύει
αντίσταση / όλοι
τζαζίστας / ηχεί
το νου σας αλάνια / σ’ αυτή τη ζωή.
Φλεβάρης 2019, Κώστας Καταγάς
Σταγόνα στο ρυάκι μου…
Κρύο ρυάκι στο πρόσωπο…
μα για καυτό το πήρα,
και το κατάλαβα…
το κατάλαβα απ’την κόλλα στα δάκτυλα που πέρναγαν
στα μάτια, στα μάγουλα, στο πηγούνι…
Μούλεγαν ότι διαφέρουν,
μούλεγαν ότι ξεχωρίζουν,
μα ‘μένανε δε μού ‘δειξαν καμμία αλλαγή.
Ρυάκια χαράς και λύπης,
Ανταμώματος και αποχαιρετισμού,
ζωής και θανάτου…
Μα πάντα ηττημένος θά’μαι σ’αυτή την αναμέτρηση.
Πως να βγάλω τη σταγόνα από το ρυάκι;
πως να την ξεχωρίσω,
να την αφήσω στον ήλιο να χαθεί;
να φύγει;
να εξατμισθεί και ν’απαλυνθεί η ψυχή μου;
Πως να γεμίσω με σταγόνες το ρυάκι μου;
πως να τις βάλω σε σειρά να κυλήσουν μέσα του;
Ακόμα τρέχω απ’την πηγή στην εκβολή αλλά την χάνω…
Την χάνω απ’την πρώτη τη στιγμή.
Κι αν του μιλώ
δεν αποκρίνεται,
μα τρέχει συνεχώς στα κάτω
και μου θυμίζει τον απόντα χρόνο.
Τον χρόνο τον ανύπαρκτο.
Πήγα στις πέτρες να χωθώ
να βρω τα σκοτεινά του περάσματα,
μα μούφευγε σαν την σταγόνα στον ήλιο.
Πήγα στη γη να ψάξω την πορεία του,
μα δε βρήκα υγρό να πιάσω,
να ξεχωρίσω…
Μόνο σκοτάδι γύρω μου,
μόνο θάνατος…
Πως να σκοτώσω τη σταγόνα αυτή αν δεν πεθάνω ο ίδιος;
ΚΚ, 30-06-2016
Στου Δρυοδάσους τη μάνα μάγισσα…
Παράτησα το είναι μου
στο σούρουπο του δάσους,
ήχοι, σειρήνες στη ψυχή
και ζωγραφιές ακούω.
Στην αγκαλιά της κάθισα,
το νου να ξαποστάσω.
Τα αερικά σηκώθηκαν,
φθόνου, εμμονών και φόβων μου
επίθεση σημάναν,
και της ψυχής της ήσυχης θε να μετρήσουν γράδα.
Στην αγκαλιά της κρύφτηκα,
τα αερικά να διώξει.
Τότε που οι ήχοι γύρισαν,
αρμονικής παλέτας χρώμα,
και χώθηκαν στην αγκαλιά,
σαν τη φωνή της μάνας.
Στην αγκαλιά της άπλωσα
ιδέες, λέξεις, πράξεις.
Σφυρίγματα, ντοπιολαλιές
σηκώθηκαν τριγύρω
κι ας έβγαιναν απ’ τη ψυχή
ακούγονταν στα βάθη,
Στην αγκαλιά της έχυσα
τα χρόνια της ζωής μου.
Σαν ήλθε και ο κόρακας
μόνο τρεις λέξεις είπα,
και μαγικά απλώθηκαν
έρωτας, ζωή, αγάπη,
Στην αγκαλιά της σούρωσα
από την συμβολή τους.
Και με την κάθαρση αυτή
τη σύγχυση θα βγάλω
κι “αμαρτίες” μιας ζωής
πίσω μου θα αφήσω.
Στην αγκαλιά της ένιωσα
ορμή να με κυριεύει.
Κι έτσι αποκοιμήθηκα
ανάλαφρα γελώντας,
το δρόμο της συνέχισης
ευχάριστα να πάρω.
Στην αγκαλιά της άφησα
του νου τις Ερινύες.
ΚΚ, 17-06-2018
Τα τσιρότα της ψυχής...
Tα Σάββατα, ημέρα χωριστή,
ο πόνος εμφανίζεται νωρίς,
έτσι επειδή κάθομαι ανέμελα,
επειδή προσδοκώ να μείνω με μένα,
επειδή τολμώ και δεν παράγω έργο για άλλους.
Το Κοντραμπάσο
μ’έμαθε να λέω ότι:
[…] “Η σκέψη είναι μια πολύ σοβαρή και δύσκολη υπόθεση
και δεν θα έπρεπε να μπερδεύεται εκεί μέσα
ο κάθε άσχετος”[…] (1)
Αλλά εγώ είχα ακούσει τον αιρετικό λόγο,
ήξερα,
ακόμα και πριν την τομή ότι,
[…] «…Στο τέλος θα κάνουμε κυριολεκτικά αδύνατο το έγκλημα της σκέψης,
γιατί δεν θα υπάρχουν λέξεις για να το εκφράσει κανείς…»[…] (2)
Είχα αισθανθεί από νωρίς τις επιδιώξεις της εξουσίας.
[…] «Ο πόλεμος είναι ειρήνη, η ελευθερία είναι σκλαβιά, η άγνοια είναι δύναμη» […] (3)
Όχι δεν αποτελούσαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας.
Η αντήχηση που έχουν οι λέξεις αναρχικός, ζητιάνος, αφεντικό, δουλειά, εργασία, υποχρέωση, κομμουνιστής, πρόσφυγας, αριστερά και τόσες άλλες,
αποκόπτονται από την αρχική σημασία τους και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τελικά, να σημαίνουν κάτι παντελώς διαφορετικό στην πλειοψηφία της κοινωνίας.
[…] Η νοθεία της ελεύθερης σκέψης πηγάζει από το πρόγραμμα της «γλωσσοκάθαρσης» και την σύσταση της “Νέας Ομιλίας” […] (4)
[…] «Αν θέλεις μία εικόνα του μέλλοντος, φαντάσου μία μπότα να συντρίβει ένα ανθρώπινο πρόσωπο – για πάντα». […] (5)
Τα Σάββατα, ημέρα ξεχωριστή,
η λοβοτομή μου με πονάει,
βάζω ανίδεος πρόχειρα τσιρότα
στη πληγή της ύπαρξής μου.
ΚΚ. 26-01-2019
Σημ.: (1).Το κοντραμπάσο, Πάτρικ Ζίσκιντ, 01/11/1987.
(2), (3), (4) και (5), αποσπάσματα από το 1984, Τζώρτζ Όργουελ, 1940.
To “Aν” του Κίπλινγκ
Μια παρωδία από τον Κώστα Βάρναλη
Αν μπορείς την παλαβή να κάνεις,
όταν οι άλλοι σου κάνουνε το γνωστικό κι όλοι σε λένε φταίχτη·
αν δεν πιστεύεις τίποτα κι άλλοι δε σε πιστεύουν·
αν σχωρνάς όλα τα δικά σου,
τίποτα των άλλων·
κι αν το κακό, που πας να κάνεις,
δεν το αναβάλλεις
κι αν σ’ όσα ψέματα σου λεν με πιότερ’ απανταίνεις·
κι αν να μισείς ευφραίνεσαι
κι όσους δε σε μισούνε
κι αν πάντα τον πολύξερο και τον καλόνε κάνεις.
Αν περπατάς με την κοιλιά κι ονείρατα δεν κάνεις
κι αν να στοχάζεσαι μπορείς μονάχα το ιντερέσο·
το νικημένο
αν παρατάς και πάντα διπλαρώνεις το νικητή,
μα και τους δυο ξετσίπωτα προδίνεις·
αν ό,τι γράφεις κι ό,τι λες, το ξαναλέν κι οι άλλοι γι’ αληθινό –
να παγιδεύουν τον κουτό κοσμάκη·
αν λόγια κι έργα σου καπνόν ο δυνατός αέρας τα διαβολοσκορπά κι εσύ ξαναμολάς καινούριον.
Αν όσα κέρδισες μπορείς να τα πληθαίνεις πάντα και την πατρίδα σου κορώνα γράμματα να παίζεις·
κι αν να πλερώνεις την πεντάρα, που χρωστάς,
αρνιέσαι και μόνο να πληρώνεσαι σωστό και δίκιο το ‘χεις·
αν η καρδιά, τα νεύρα σου κι ο νους σου εν αμαρτίαις γεράσανε κι όμως εσύ τα στύβεις ν’ αποδίδουν·
αν στέκεις πάντα δίβουλος και πάντα σου σκυμμένος
κι όταν φωνάζουν
οι άλλοι «εμπρός!»
εσύ φωνάζεις «πίσω!»
Αν στην πλεμπάγια να μιλάει αρνιέται η αρετή σου
κι όταν ζυγώνεις δυνατούς,
στα δυο λυγάς στη μέση·
κι αν μήτε φίλους μήτ’ εχθρούς ποτέ σου λογαριάζεις
και κάνεις πως τους αγαπάς, αλλά ποτέ κανέναν
αν δεν αφήνεις ευκαιρία κάπου να κακοβάνεις και μόνο,
αν κάνεις το κακό, η ψυχή σου γαληνεύει,
δικιά σου θα ‘ναι τούτ’ η Γης μ’ όλα τα κάλλη που ‘χει
κι έξοχος θα ‘σαι Κύριος, αλλ’ Ανθρωπος δε θα’σαι!…
Μεγιδδώ
Αυτή τη βουή κάπου τη ξέρω,
υπόκωφοι ήχοι, πνηχτοί,
κάπου τους έχω ματακούσει,
στον ύπνο μου; ίσως…
στο όνειρό μου; ίσως…
αλλά και στο ξύπνιο μου είναι πιθανό.
Ναί, στη Μεγιδδώ τότε… τώρα…
στις δολοφονικές εκείνες μέρες στον Κάρμηλο.
Αυτό ήταν και θα είναι το σκοτεινό πέρασμα
κάθε φανταστικής μάχης,
κάθε ασύμμετρης προσβολής.
Eίναι οι ήχοι από τη Μεγιδδώ
είναι οι ήχοι σπαραγμών π’απλώνονται
στο πεδίο της αντίληψής μου,
ή μήπως δικαιολογημένα
αποκοιμήθηκα στη μέση της πάλης
των δαιμόνιων πνευμάτων;
Είναι τ’όνειρο που με οδηγεί
στη μέση της μάχης των βασιλέων
όλης της οικουμένης.
Μαύρα συρσίματα μ’οξείς συριγμούς,
ήχοι που τρυπάνε βαθιά τη ψυχή μου,
εκεί στη Μεγιδδώ.
Ναι, έκλεισε τις πύλες του ο Ουρανός,
έκλεισαν οι πύλες της ψυχής μου,
έκλεισαν τα μάτια μου μες στο σκοτάδι.
Εκεί στη Μεγιδδώ,
σκέπασαν τα πέπλα της νύχτας
κάθε διέξοδο της ψυχής μου.
Φόρτωσαν με βάρος το είναι μου,
αδύναμο να κοιτάξει ψηλά πλέον.
Ναι, επικράτησε η ατμόσφαιρα της αδικίας,
επικράτησε η δαιμονική σφαγή των ψυχών μας,
έκλεισε γύρω μας σκοτάδι.
Κι ακόμα κοιμάμαι κι ονειρεύομαι,
απίθανα ανθισμένα λειβάδια με έρωτες,
κάτασπρα φωτεινά σύγνεφα με αγγελούδια,
πέπλα έρωτα περιγυρισμένα στα κορμιά μας,
χωρίς να πιστέψω τη… Μεγιδδώ,
χωρίς να παραδωθώ στο σκοτάδι της,
χωρίς να αποδεχτώ τη δολοφονία μας.
Εκεί στη Μεγιδδώ περιμένουμε ακόμα
να μπει το φως, ν’ανθίσουν οι έρωτες,
να σταματήσει ο φονικός εφιάλτης.
Εσύ ψυχή μου έγινες σαν τα πεδία της Μεγιδδούς.
Κ.Κ. Μάϊος 2015
Το τραγούδι της Αχέρδας
Αχέρδα τ’όνομα φορώ,
και προτιμώ τον κάζο,
με τόσες λώλες που ‘χω δει
βαστώ και τη λαλιά μου,
μα ορμηνεύω αν δύναμαι
βοσκούς, αλιείς και ναύτες.
Έτσι η Μύχια όρισε,
να βρίσκομαι στη Γυάρο,
να ζω στην άκρη του νησιού και να παρατηράω.
Κι όταν περνάν’ οι λιγοστοί εμπρός από εμένα,
να ιστορώ της μνήμης μου στ’ αυτιά τους δυνατά,
πως πέρασαν οι άνθρωποι από τη γη ετούτη…
Κι αν κάποιος έλθει δυνατός,
να θέλει να με κόψει,
και να μου σπάσει ένα κλαρί
ενθύμιο να το πάρει,
μπήγω βελόνα μέσα του
και απωθώ τη μάχη.
Έτσι η ζωή μου προχωρά
στη διάρκεια των αιώνων,
και κρύβομαι απ’ τους πονηρούς
μα φαίνομαι στους λίγους,
για να ιστορώ για τη ζωή
στο βράχο του Αιγαίου.
Iούνιος 2017, Κώστας Καταγάς
Ο ποιητής διάβηκε
την μονόφυλλη πόρτα,
ακριβώς απέναντι από τη τρίφυλλη ντουλάπα
και κάθισε να σκεφτεί τις δουλειές της μέρας.
Ήξερε ότι έπρεπε να ποτίσει
το επτάφυλλο φυτό του,
να φτιάξει το μεντεσέ της δίφυλλης μεσαίας πόρτας,
να πάρει τηλέφωνο τον απειρόφυλλο πνευματικό του,
να φυλλασκηθεί,
να κόψει καρπούς από τη πεντάφυλλη ρετσινολαδιά του κήπου,
κι αφού τελειώσει τις φυλλοδουλειές του,
να απομακρύνει τις παρεμβολές του νου,
να τακτοποιήσει τα συναισθήματά του,
να βάλει τα καλά του
και να περιμένει την καλή του
…και ότι ήθελε προκύψει…
αυτό το ηλιόλουστο μεσημέρι
στο κέντρο του Αιγαίου.
Κ.Κ. 15-01-2019
Στη γραμμή του Χρόνου
Απόμεινα στις σκέψεις μου,
μόνος και σβολωμένος…
Σα να νομίζω έχασα μία γραμμή σπουδαία,
με ένταση κυριεύτηκα να την αναζητήσω,
μ’ ελπίδα πάλι να τη βρω, να τη χρησιμοποιήσω.
Νομίζοντας θα χειριστώ του χρόνου τη γραμμή μου.
Μα τι να πρωτοκοιτάξω, που να την πιάσω;
Ήταν ο χρόνος μου στ’ άχυρα ψύλλος,
δεν βρίσκω αχυρώνα να κοιτάξω.
Ήταν ο χρόνος μου βαρίδι στου ψαρά το δίχτυ,
δεν βρίσκω ψαροχώρι να ρωτήξω.
Πες μου, ορμήνευσέ με εσύ,
φωνή να βγάλω δυνατή και κάλεσμα να σκούξω;
Μα πως; αυτιά δεν του φόρεσαν για να μπορεί ν’ ακούσει,
δεν τον πισωγυρνούν κραυγές, μήτε κι ικεσίες,
μόνο το διάβα του μετρά χωρίς να δίνει λόγο.
Κι αν από τύχη τόνε βρω, αν τόνε απαντήσω;
ποιά φάκα θά ‘τανε καλή για να τον εγκλοβίσω;
Να κλέψω λίγο απ’ τη γραμμή, να του υπενθυμίσω,
πώς πέρναγ’ από μέσα μου και πώς με λαχταρούσε.
Να καρπωθώ το λόγο του, παγίδα να του κάμω.
Κι αν του αφήσω βότανα γλυκόοσμα κοντά του,
μη και μυρίσει την αυγή και κοντοσταματήσει;
Μα πως, μα πως θα γένει αυτό;
παραλογίζομαι θαρρώ, λωλάδες αναφέρω,
αφού ποτέ δεν έμαθα αν μυρωδιές θυμάται.
Απόμεινα στις σκέψεις μου, μόνος και σβολωμένος…
για μία γραμμή που πίστευα να ξανασυναντήσω.
Μα τώρα να που εφλάσαρα, μακριά να την αφήσω,
τις σκέψεις που με μπέρδεψαν μακριά μου ν’ απωθήσω,
καμιά γραμμή του χρόνου μου ξανά να μη λογίσω.
Ο χρόνος ο αναίσθητος,
παιχνίδισμα, καθρέφτης,
κι όσες γραμμές κι αν χάραξε ας τόνε αγνοήσω,
κι ας μείνω σβόλος μοναχός,
στις σκέψεις μου πνιγμένος.
Σεπτέμβριος 2014, Κώστας Καταγάς
Πούλα…
Πούλα! φωνάζαν’, πούλα την,
λογιόμουν την ψυχή μου,
μ’ ακόμη δεν κατάλαβα
τα νούμερα τι σιάχνουν.
Γουστάρουν ν’ αθροίζονται
κι άλλοτε να λειψεύουν,
μα ξαφνικά τα παίρνουνε
και κατοστομετρούνται.
Μια γρουσουζιά ιδιαίτερη
που πάντοτε τη χάνω.
Χάβρα, βουή και στεναγμοί
ταχύτητα και άγχη,
αγάπες πύρινες καλές
αλλάζουνε με μία.
Αξίες πάνε κι ηθικές,
σαν άφιλα κυριεύσουν,
στη πάντα πάνε οι στιγμές
της γλύκας και του πάθους.
Δόντια γυαλίζουν κοφτερά
να σε αποτελειώσουν.
Μ’ ακόμη δεν κατάλαβα
Πως βγάζουνε μαχαίρια,
πως πιστολιές αλλάζουνε
σε προδομένους δρόμους.
Κοίτα στα ήσυχα βαθιά
σε πλήρη ηρεμία,
πως οι θεοί πλακόστρωσαν
λήθη, θυμό, νισάφι.
Υφαίνουνε μεταξωτό
καινούργιο μονοπάτι,
με τις καμπάνες της χαράς
πένθιμα να χτυπάνε.
Και το παλιό το όνειρο
να το μοιρολογάνε.
Κ.Κ. 22-10-2014
Κρίση
Ελαφρά πνέει
σταγόνα του ανέμου
ολάνοιχτα στήθη
επιούσιο νεύμα
ποίηση.
Θρόισμα φίλων
αντάμωμα
ζωγραφισμένες πεδιάδες
άνεμοι φτερωτοί
αναψυχή.
Ανήλιο πεδίο
σαλόνια αφής
υγρό βαρύ περιβάλλον
γλυκιά μουσική
επιβίωση.
Κρότοι πινέλων
στριγκλιές βιολιού
κόκκινο ρέμα
πρόσωπα στον καθρέφτη
κρίση.
Πιπίλισμα σαύρας
αγκύλωμα αχινού
γλυκό φρούτο
κόψιμο ξυραφιού
γαλήνεμα.
Ουράνιο πέπλο
αέρινο μετάξι
απαλό χέρι
ιδρώτας
δημιουργία.
Σκοτεινιά, σταγόνες
απόλαυση χρόνου
αμυδρό χτύπημα
βαρύ σκέπασμα
χαλάρωση.
Ήχοι βιόλας
μουσικές του θεού
διεσταλμένες κόρες
γουλιές κρασιού
αποδελτίωση.
Ανήλιο πεδίο
γεφύρια οσμής
κραιπάλες ζωής
καινούργια αυγή
αποπλάνηση.
Νοέμβριος 2018, Κώστας Καταγάς
O εφιάλτης της Περσεφόνης
…
Διαχρονικόν
Στο πέλαγο…, στη θάλασσα…
δεν έχουν κλίση αδιάβατη οι δρόμοι,
μέσ’ το νερό, ως το βυθό
παίζουν μάγισσες αφέντρες,
κόρες της Κίρκης
παραφυλάνε να παραπλανήσουν.
Παυσίλυπος οίκος, Παλμύρα ψυχής…
πεδιάδες έφορες, φύλακες να σε υποτάξουν,
ν’ αρκεστείς στα φιλέματά τους.
Ασταμάτητες ροές.
Να αποτάξεις την πορεία σου, διδάσκουν.
Να εκπέμπεις αγάπη.
Να κοιμάσαι ευτυχισμένος.
Να ξέρεις ότι είμαστε εδώ περαστικοί…
Είναι όλα είδωλα του νου,
σειρήνες στο διαβάτη,
που άλλο σκοπό δεν έχουνε,
μόνο να σε γλυκάνουν
σ’ ύπνο μακρύ, μακάριο να σε βάλουν.
Πάλεψε…
Είπα να μείνω σιωπηλός,
μα πως να το βαστάξω…
Ο αδίστακτος τεμπέλης νους
πάντα θα με προδίδει…
Είναι τα μάτια μου τυφλά.
Στου παρελθόντος τις αυλές
όμηρο με κρατάνε.
Δε βλέπω πια απ’ τους καπνούς,
μακριά πάνω απ’ τους δρόμους.
Με στίχους τώρα βρέχομαι…
να πιάσω θέση τρέχω.
Μα έτσι γκρεμίζω όνειρα,
έτσι τελειώνει ο χρόνος.
Κι αν σκέφτηκα απατηλά
ο δρόμος πως τελειώνει…
κοίτα, με σημαδεύουνε
τώρα στα τρία μέτρα,
νόμισα είναι εμμονή,
δεν δίνω σημασία.
Κλείσε τα μάτια μου έλεγες
θυμάμαι γελαστή…
Άνοιξαν διάπλατα εκεί οι πύλες της αγάπης
δρόμοι βατοί καθοδηγούν,
μα δεν τολμώ να πάω.
Ήθελα τόσα να σου πω,
τόσα να σου φωνάξω,
πού νά ‘ναι οι δρόμοι του φωτός;
που νάβρω πια να λογιστώ,
που να σταθώ να αράξω.
Στέκομαι πίσω μέσ’ τη σκιά
το είναι μου να νοιώσω,
και βάζω στο κεφάλι μου,
στουπί και κηροζίνη,
την έκρηξη π’ αναπολώ,
στο τέλος να γνωρίσω.
Οκτώβριος 2014, Κώστας Καταγάς
To δικό μου τίποτα…
Μικρά ανοίγματα
στην αποκεί πλευρά
του τίποτα
εγκλωβίζουν.
Λεπτοί σιδερένιοι σχηματισμοί,
καρφωμένοι
ως φυσικοί διαιρέτες του τίποτα
μ’ αναστατώνουν.
Καθάρια τότε,
παιδί μεγαλώνοντας
στο τίποτα,
μου θύμισες.
Φρόντισα, φρόντισαν,
τα γέμισα, τα κάργαραν,
ενοχές, πρέπει, δήθεν, μη
με κύριεψαν.
Μικρά ανοίγματα,
στο δέρμα εκδορές,
και στη ψυχή αγιάτρεφτες
του τίποτα οι αξίες.
Δες τες κι εσύ πως κάθονται,
της φυλακής μου οι τρύπες
αναίσθητες επιδιώξεις
στου τίποτα το παραθύρι.
κκ.
Άρρητοι πλόες (2011-2012)
…